υδροκεφαλικός

υδροκεφαλικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκεφαλία
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία
3. μτφ. υδροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδροκεφαλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Γρ. Χρυσοβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδροκεφαλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκεφαλία (βλ. λ.), υδρεγκεφαλικός. 2. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, ο υδροκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροκέφαλος — η, ο / ὑδροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός 2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τόν συγκροτούν («υδροκέφαλο… …   Dictionary of Greek

  • υδρεγκεφαλικός — ή, ό ο υδροκεφαλικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία (βλ. λ.), ο υδροκεφαλικός. 2. μτφ., που έχει το κύριο, το κεντρικό μέρος του δυσανάλογα μεγάλο: Υδροκέφαλο κράτος. 3. μτφ., δυσανάλογος, ασύμμετρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”