υδροκεφαλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκεφαλία (βλ. λ.), υδρεγκεφαλικός. 2. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, ο υδροκέφαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροκέφαλος — η, ο / ὑδροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός 2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τόν συγκροτούν («υδροκέφαλο… … Dictionary of Greek
υδρεγκεφαλικός — ή, ό ο υδροκεφαλικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία (βλ. λ.), ο υδροκεφαλικός. 2. μτφ., που έχει το κύριο, το κεντρικό μέρος του δυσανάλογα μεγάλο: Υδροκέφαλο κράτος. 3. μτφ., δυσανάλογος, ασύμμετρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)